Το αχλάδι (Pyrus communis) είναι ο καρπός της αχλαδιάς. Από τη σκοπιά της βοτανολογίας είναι ένα "μούρο" που ανήκει στην οικογένεια των δέντρων Rosaceae, στο γένος Pyrus. Οι αχλαδιές είναι μέσου μεγέθους δέντρα που βρίσκονται σε ημιτροπικές περιοχές γύρω από το βόρειο ημισφαίριο και φέρουν μεσαίου μεγέθους φρούτα, τα οποία χαρακτηριστικά έχουν αρκετούς μικρούς σπόρους στο κέντρο τους, εγκλωβισμένους σε μια σκληρή κάψουλα. Το αχλάδι έχει σχήμα μακρύ και στενεύει στο άκρο που βρίσκεται το κοτσάνι ενώ είναι φαρδύ στο κάτω μέρος.
Οι ασιατικές ποικιλίες διαθέτουν τραγανή υφή και σταθερή συνοχή που δεν αλλάζουν ακόμη και μετά τη συγκομιδή ή την αποθήκευση, ενώ οι ευρωπαϊκές ποικιλίες είναι καρποί που γίνονται γενικά μαλακοί και ζουμεροί όταν ωριμάσουν. Μερικές γνωστές ποικιλίες είναι οι κοντούλες, τα κόσια, τα κρυστάλλια ή βουτυράτα, οι σάντες, τα habatefetel, τα Kaiser, τα passacrassana και τα Packham's Triumph.
Ανάλογα με την ποικιλία τα αχλάδια εξωτερικά έχουν χρώμα ανοιχτό πράσινο, πρασινοκίτρινο, κιτρινωπό, ελαφρύ κίτρινο, πράσινο με κόκκινο ενώ εσωτερικά η σάρκα τους είναι συνήθως λευκή πιο μαλακή από τα μήλα και πιο γλυκιά. Στην Ελλάδα οι συχνότερα απαντώμενες ποικιλίες είναι τα κρυστάλλια και οι κοντούλες. Τα κρυστάλλια έχουν βάρος 100-130 γραμμάρια και σχήμα κωδωνοειδές. Το χρώμα τους είναι κιτρινοπράσινο και η σάρκα τους λευκή, μαλακή, πολύ χυμώδης και γλυκιά.
Οι κοντούλες, έχουν καρπό 60-90 γραμμαρίων μετρίου μεγέθους, κοντόχοντρο σχήμα και σαρκώδη λαιμό. Το εξωτερικό τους χρώμα είναι ανοιχτό πρασινοκίτρινο και χαρακτηρίζονται από το ιδιαίτερο άρωμα και τη γεύση τους. Είναι χαρακτηριστικό τους η ευαισθησία στη μεταφορά. Μια άλλη ποικιλία αχλαδιών, τα βουτυράτα, με χρώμα κιτρινωπό εξωτερικά, είναι αρκετά μεγάλα αχλάδια με βάρος 120-160 γραμμάρια. Η σάρκα τους είναι μαλακή και η γεύση τους ελαφρώς βουτυράτη.
Τα αχλάδια είναι πλούσια σε θρεπτικά συστατικά όπως φυτικές ίνες, αντιοξειδωτικά, μέταλλα και βιταμίνες, ενώ έχουν λίγες θερμίδες, χαμηλή οξύτητα και πολύ χαμηλή αλλεργιογόνο δράση.
Αποτελούν καλή πηγή διαιτητικών ινών, καθώς 100 g αχλαδιού παρέχουν 3,1 g φυτικών ινών
Το μεγαλύτερο μέρος των φυτικών ινών του αχλαδιού είναι μη διαλυτοί πολυσακχαρίτες (NSP). Επιπροσθέτως, τα αχλάδια αποτελούν καλή πηγή μετάλλων όπως ο χαλκός, ο σίδηρος, το κάλιο, το μαγγάνιο και το μαγνήσιο, καθώς και βιταμινών του συμπλέγματος Β, όπως η ριβοφλαβίνη και η πυριδοξίνη.
Θρεπτική αξία του αχλαδιού (148 γρ.) | |
Νερό (g) | 124 |
Ενέργεια (Kcal) | 85.8 |
Πρωτεΐνες (g) | 0.6 |
Λιπαρά (g) | 0.2 |
Υδατάνθρακες (g) | 22.9 |
Φυτικές Ίνες (g) | 4.6 |
Ασβέστιο (mg) | 13 |
Σίδηρος (mg) | 0.3 |
Μαγνήσιο (mg) | 10.4 |
Φώσφορος (mg) | 16.3 |
Κάλιο (mg) | 176 |
Νάτριο (mg) | 1.5 |
Φυτοστερόλες (mg) | 11.8 |
Βιταμίνη Α (IU) | 34 |
Βιταμίνη C (mg) | 6.2 |
Φυλλικό οξύ (mcg) | 10.4 |
Η συνολική αντιοξειδωτική ισχύς των αχλαδιών (τιμή ORAC) είναι 2941 μmol TE / 100 g. Η αντιοξειδωτική τους ικανότητα σχετίζεται με την υψηλή περιεκτικότητά τους σε βιταμίνη C και με τις μέτριες ποσότητες β-καροτενίου, λουτεΐνης και ζεαξανθίνης που περιέχουν.
Η περιεκτικότητα του αχλαδιού σε φυτικές ίνες παρέχει προστασία έναντι του καρκίνου του παχέος εντέρου, στην ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακών νοσημάτων. Οι φυτικές ίνες, στα πλαίσια μιας ισορροπημένης διατροφής, συμβάλλουν στη μείωση του σωματικού βάρους και των επιπέδων LDL χοληστερόλης. Επιπλέον, προστατεύουν τον βλεννογόνο του παχέος εντέρου από την επαφή με δευτερογενή χολικά οξέα, τα οποία δεσμεύουν, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου παχέος εντέρου.
Εκτός από τις φυτικές ίνες, στην περίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, οι φλαβονόλες και ανθοκυανίνες που περιέχονται στο αχλάδι, συμβάλουν στην βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη. Επιπροσθέτως, η αντιοξειδωτική δράση του αχλαδιού συμβάλλει στη μείωση των ελεύθερων ριζών οξυγόνου, καθιστώντας υψηλή την αντικαρκινική του δράση.
Το αχλάδι ήταν γνωστό από τα αρχαία χρόνια και μάλιστα υπάρχει αναφορά στο αχλάδι στην Οδύσσεια του Όμηρου, όπου χαρακτηρίζεται ως «το δώρο των θεών». Η προέλευση του ανιχνεύεται 3000 χρόνια πριν στη Δυτική Ασία, ωστόσο υπάρχουν κάποιες υποθέσεις ότι η αρχική προέλευση του απαντάται στη λίθινη εποχή. Φαίνεται ότι τα αχλάδια καλλιεργήθηκαν από τους αρχαίους Φοίνικες και τους Ρωμαίους και αποτελούσαν εκλεκτό έδεσμα για τους αρχαίους Πέρσες Βασιλιάδες. Για πρώτη φορά, βρίσκουμε απεικονίσεις τους σε τοιχογραφίες της Πομπηίας και σε ρωμαϊκά ψηφιδωτά, ενώ σε μωσαϊκό χριστιανικής εκκλησίας στην Ιορδανία το δέντρο της αχλαδιάς φιγουράρει ως ένα από τα τέσσερα ιερά δέντρα. Στην Κίνα, το αχλάδι ήταν ένα διαδεδομένο φρούτο ήδη από το 2.500 π.Χ. Το αχλάδι αποτελούσε και ένα σύμβολο. Για τους αρχαίους Αιγύπτιους, ήταν ιερό φρούτο και μάλιστα συνδεόταν με τη λατρεία της θεάς Ίσιδας.
Πηγή:mednutrition